Σελίδες

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

Ευρωπαϊκή Ένωση και Δημοψηφίσματα, μια ολέθρια σχέση

Ευρωπαϊκή Ένωση και Δημοψηφίσματα, μια ολέθρια σχέση
Αφιέρωμα με αφορμή το Brexit
Γράφει ο Αλέξανδρος Μινωτάκης
[Πηγή: Το Περιοδικό, 25/06/2016]
Μετά την επικράτηση του #Brexit στο δημοψήφισμα της Πέμπτης με 52% ξεκινούν οι διαπραγματεύσεις της Βρετανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση για την έξοδο αλλά και τις σχέσεις που θα έχει εφ εξής με την Ε.Ε.. Σύμφωνα με το άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας, οι διαπραγματεύσεις μπορούν να διαρκέσουν μέχρι και 2 χρόνια ή και περισσότερο, αν υπάρξει συμφωνία για παράταση της κράτους-μέλους. Δεδομένης της παραίτησης Cameron, περιορίζεται το ενδεχόμενο να αναιρεθεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος «εκ των έσω». Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το Brexit αυτή τη στιγμή είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η μακρά, αντιδημοκρατική παράδοση της στη διαχείριση δημοψηφισμάτων με αποτελέσματα που δεν ικανοποιούν την ίδια.
Αποκορύφωμα αυτής της διαχείρισης υπήρξε, φυσικά, το περσινό ΟΧΙ στην πρόταση Γιούνκερ, το οποίο μετά από ένα νέο μαραθώνιο διαπραγματεύσεων και με τη συνενοχή της ελληνικής κυβέρνησης μετατράπηκε σε ΝΑΙ σε 3ο μνημόνιο. Αποτέλεσε το πιο κραυγαλέο παράδειγμα καθώς κατέκτησε διεθνή αναγνώριση εξ αρχής, συνδυάστηκε με τη μη αποπληρωμή με τη δόση ενός δανείου στο ΔΝΤ και εξέφρασε το σύνολο των ελληνικών αλλά και ευρωπαϊκών αντιθέσεων και τη λαϊκή δυσαρέσκεια με την εφαρμοζόμενη πολιτική. Ήταν μία κορυφαία πολιτική διαμάχη, όπου αξιοποιήθηκαν όλα τα μέσα των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, στην Ελλάδα και διεθνώς, για να κατακτήσει το ΝΑΙ την πλειοψηφία. Η ήττα τους, η ανενδοίαστη απόρριψη του αποτελέσματος από το Eurogroup που συνεδρίασε την Τρίτη, δύο μόλις μέρες μετά το δημοψήφισμα, στιγμάτισαν την Ευρωπαϊκή Ένωση και αποκάλυψαν την αντίληψη της για τη δημοκρατία. Όμως δεν ήταν η πρώτη φορά και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία. Με αφορμή το Brexit μπορούμε να θυμηθούμε μερικές από τις καλύτερες στιγμές της ταραγμένης σχέσης της Ε.Ε. με τα δημοψηφίσματα που σχετίζονται με αυτή.
Μάαστριχτ
Η Ε.Ε. απέκτησε τη σημερινή μορφή της μετά την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ που υπεγράφη το 1992 και τέθηκε σε εφαρμογή το 1993. Πριν την υπογραφή της, η συνθήκη επικυρώθηκε από δημοψηφίσματα σε Ιρλανδία, Γαλλία και Ιταλία. Μέσα στη χρονική περίοδο ανάμεσα στην υπογραφή και την εφαρμογή πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα στη Δανία όπου με 50,7% απορρίφθηκε η συνθήκη. Παρόλο που το αποτέλεσμα αυτό δεν ακύρωνε τη συνθήκη, η Ε.Ε. ,σε μία περίοδο χωρίς οξυμμένη οικονομική κρίση, πρότεινε να επαναληφθεί το δημοψήφισμα, παραχωρώντας στη Δανία τέσσερα opt-out (ρήτρα μη εφαρμογής) σε πλευρές της συνθήκης, συμπεριλαμβανομένων της ΟΝΕ και της Κοινής Αμυντικής Πολιτικής. Σε νέο δημοψήφισμα, η Δανία επικύρωσε με 56.8% τη συνθήκη μαζί με τα opt-out. Τα προβλήματα ξεκίνησαν από νωρίς, όμως επρόκειτο να ενταθούν στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν η Ε.Ε. μπήκε σε πορεία διεύρυνσης των ανατολικών συνόρων, διαμόρφωσης του ευρωσυντάγματος και ενίσχυσης της ενοποίησης μέσα από ενίσχυση-ανανέωση συνθηκών σχετικά με την κοινή αγροτική πολιτική, την εκπαίδευση, τα εργασιακά κλπ.
Νίκαια
Η Συνθήκη της Νίκαιας του 2001 προετοίμαζε τη διεύρυνση και εισήγαγε μικρής κλίμακας αλλαγές στο μέγεθος της Κομισιόν και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η Ιρλανδία, η μόνη χώρα που εισήγαγε τη συνθήκη σε δημοψήφισμα όντας συνταγματικά υποχρεωμένη να το κάνει, την απέρριψε με 53,9%. Το 2002, ένα χρόνο μετά, πραγματοποιήθηκε εκ νέου το δημοψήφισμα και η συνθήκη έγινε δεκτή με 62.9%. Στο μεταξύ η Ε.Ε. έδωσε εγγυήσεις ότι η Ιρλανδία δεν θα υποχρεωθεί να συμμετέχει στην Κοινή Αμυντική Πολιτική ούτε να προχωρήσει σε επιμέρους στενότερες συνεργασίες με άλλα κράτη-μέλη. Ακόμα σε αυτή τη φάση, η κατάσταση είναι ομαλή και δεν υπάρχουν ακραίοι χειρισμοί. Υπάρχει βέβαια μία αλλαγή σε σχέση με τη δεκαετία του ‘90 : δεν υπήρξε επίσημο opt-out αλλά απλές διαβεβαιώσεις.
Ευρωσύνταγμα
Η κατάσταση κλιμακώνεται με την πορεία της θέσπισης του Ευρωσυντάγματος, το οποίο η Ε.Ε. επεδίωκε να είναι μία κορυφαία πολιτική στιγμή για την ίδια. Υπερβαίνοντας το εύρος των επιμέρους συνθηκών, το Ευρωσύνταγμα θα αποτελούσε το καταστατικό ντοκουμέντο της πορείας ενοποίησης, με συμβολικό και ουσιαστικό χαρακτήρα. Από έναν ύμνο της Ε.Ε. και τη θεσμοθέτηση των γενικών αξιών και αρχών της μέχρι τις οικονομικές αρχές και στόχους της, το Ευρωσύνταγμα εκπροσωπούσε την επόμενη φάση της ενοποίησης, που θα συνέβαλε στη διαμόρφωση της πολυπόθητης «ευρωπαϊκής ταυτότητας» και θα δημιουργούσε τις βάσεις μίας διευρυμένης τυπικής και ουσιαστικής νομιμοποίησης.
Αυτές οι φιλοδοξίες επέτασσαν και μία δημοκρατική διαδικασία αντίστοιχης βαρύτητας. Σύμφωνα με αυτήν, το Σύνταγμα της Ε.Ε. έπρεπε να επικυρωθεί από κάθε κράτος-μέλος είτε από το εθνικό κοινοβούλιο είτε μέσα από δημοψήφισμα. Η άρνηση έστω και ενός κράτους μέλους θα αρκούσε για να ακυρωθεί όλη η διαδικασία. Ενώ είχε επικυρωθεί από 16 χώρες (μέσω δημοψηφίσματος στην Ισπανία), έρχονται τα αποτελέσματα-σοκ σε Γαλλία και Ολλανδία (54,6% και 61,5% αντίστοιχα κατά). Στη συνέχεια ακυρώθηκαν 6 δημοψήφισμα σε κράτη-μέλη, μεταξύ αυτών, το τότε προγραμματισμένο δημοψήφισμα στη Μεγάλη Βρετανία.
Αυτή η εξέλιξη ήταν αναπάντεχη : δύο χώρες που συμμετείχαν στα πρώτα βήματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης υπονόμευσαν μία από τις κορυφαίες στιγμές της. Η πορεία του Ευρωσυντάγματος «πάγωσε», καθώς έπρεπε να σεβαστεί έναν από τους θεμελιώδεις όρους που είχαν τεθεί. Καθώς βρισκόμαστε ακόμα σε μία περίοδο σχετικής ευφορίας για την Ε.Ε., πολλοί αναλυτές έσπευσαν να ερμηνεύσουν τα αποτελέσματα σε Γαλλία-Ολλανδία ως έναν συνδυασμό άγνοιας για το αντικείμενο του δημοψηφίσματος και δυσαρέσκειας με τις αντίστοιχες εθνικές κυβερνήσεις, η οποία διοχετεύθηκε στα δημοψηφίσματα. Το συμπέρασμα, αντιθέτως με ότι θα ανέμενε κανείς, ήταν ότι απαιτείται ακόμα μεγαλύτερη ενοποίηση και ενίσχυση των θεσμών της Ε.Ε. Η απαξίωση της Ε.Ε. από τους λαούς μετατράπηκε από τους «ειδικούς» στο αντίθετο της.
Συνθήκη Λισσαβόνας
Έτσι, προέκυψε η κατεύθυνση της τροποποίησης προηγούμενων συνθηκών και οδηγήθηκε η Ε.Ε. στη συνθήκη της Λισαβόνας, που υπεγράφη το 2007. Στην πραγματικότητα, όμως, με αυτό τον τρόπο επικυρώθηκαν από την «πίσω πόρτα» σημαντικές αλλαγές που εισηγούνταν το Ευρωσύνταγμα, όπως η αλλαγή του ρόλου του Ευρωκοινοβουλίου, η αλλαγή του τρόπου λήψης αποφάσεων στο Συμβούλιο της Ε.Ε. κ.α. Η συνθήκη της Λισαβόνας επικυρώθηκε από εκπροσώπους των κρατών-μελών, χωρίς εμπλοκή καμίας διαδικασίας στο εσωτερικό τους.
Ερχόμαστε σιγά-σιγά στις πρακτικές που γνωρίζουμε. Οι προτάσεις που απορρίφθηκαν από τα δημοψηφίσματα επανήλθαν με άλλη μορφή και μικρές τροποποιήσεις (έφυγαν οι συμβολισμοί, τύπου ύμνος της Ε.Ε., που παρέπεμπαν σε νέο κράτος) χωρίς να ερωτηθούν εκ νέου οι πολίτες των κρατών-μελών. Η διαδικασία αυτή έγινε με τη συνενοχή των ευρωπαϊκών θεσμών αλλά και των εθνικών κυβερνήσεων, ακόμα και των χωρών που απέρριψαν ρητά την πρόταση στην προηγούμενη μορφή της. Η κίνηση αυτή δικαιολογήθηκε με τυπικό χαρακτήρα, με τον ισχυρισμό ότι δεν πρόκειται για την ίδια, επακριβώς πρόταση ενώ τονίστηκε ότι «κλείνει» το ζήτημα ενός καταστατικού ντοκουμέντου. Το ίδιο επιχείρημα επανήλθε πέρυσι κατά τη διάρκεια του ελληνικού δημοψηφίσματος, όταν οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι, ισχυριζόμενοι ότι οι έλληνες ψηφίζουν «για μία πρόταση που δεν υπάρχει», θεώρησαν ότι έχουν κάθε άνεση να φέρουν μία ακόμα χειρότερη πρόταση συμφωνίας, λες και το 62% δεν στρέφονταν ενάντια στην ουσία των μέτρων αλλά στη συγκεκριμένη διατύπωση τους.
Επιλεκτικές αναφορές
Οι περιπέτειες των δημοψηφισμάτων για θέματα της Ε.Ε. συνεχίζονται. Η Ιρλανδία, προχώρησε σε δημοψήφισμα για τη συνθήκη της Λισσαβόνας και την καταψήφισε με 53.2%. Χρειάστηκε η εκ νέου παρέμβαση και πίεση της Ε.Ε. καθώς και η δέσμευση του Συμβουλίου ότι δεν θα υποχρεωθεί η Ιρλανδία να εγκαταλείψει τη στάση ουδετερότητας της σε στρατιωτικά ζητήματα. Σε νέο δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε το 2009, την υπερψήφισε με ποσοστό 67.1%, χωρίς να υπάρξει, ακόμα μία φορά, καμία αλλαγή στη συνθήκη. Είναι η δεύτερη φορά που η Ε.Ε. υποχρεώνει την Ιρλανδία να ξαναψηφίσει.
Φυσικά, υπάρχει και σειρά δημοψηφισμάτων που η Ε.Ε. έχει αποδεχθεί τα αποτελέσματα τους και τα έχει θεωρήσει απόδειξη ότι η ίδια αποτελεί ένα δημοκρατικό χώρο, όπου συμμετέχουν δημοκρατικά κράτη. Όλως τυχαίως, πρόκειται για όλα τα δημοψηφίσματα με αποτελέσματα ικανοποιητικά για τις Βρυξέλλες, από την αποδοχή της ένταξης των Αυστρία, Σουηδία, Φινλανδία το 1995 μέχρι την αποδοχή (με την πρώτη αυτή τη φορά…) του δημοσιονομικού συμφώνου από την Ιρλανδία το 2012. Η αλά καρτ επίκληση της δημοκρατίας είναι συστατικό στοιχείο της πολιτικής κουλτούρας της Ε.Ε. εδώ και δεκαετίες.
Μια συζήτηση που (ξανα)ανοίγει...
Όλα αυτά, αν δεν ήταν τόσο τραγικά και επικίνδυνα, θα ήταν αστεία. Αν δεν επηρέαζαν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, όλα αυτά θα ήταν κομμάτι ενός σκετς των Monty Python, όπου τρελοί γραφειοκράτες βρίσκουν λεπτομέρειες και επουσιώδη στοιχεία για να ακυρώσουν τη λογική. Ο τρόπος που η Ε.Ε. αντιμετωπίζει την έκφραση της λαϊκής βούλησης είναι τόσο καιροσκοπικός και χυδαίος που δεν ευσταθεί καμία προσπάθεια δικαιολόγησης του. Σοκάρει ακόμα και τους πιο αυστηρούς επικριτές της και αποδεικνύει ότι αποτελεί ένα σκληρό μηχανισμό περιφρούρησης συγκεκριμένων πολιτικών κατευθύνσεων, με κάθε τρόπο και κάθε κόστος για το πολιτικό προφίλ της. Στην πραγματικότητα, αποδεικνύει ότι η επιδίωξη της ουσιαστικής νομιμοποίησης και αποδοχής της από τους πολίτες των κρατών-μελών είναι έλασσον ζήτημα για τις πολιτικές ελίτ μπροστά στον κίνδυνο να υποχρεωθούν σε πραγματική υποχώρηση και να αλλάξουν έστω και στο ελάχιστον την κατεύθυνση τους. Η καταπάτηση της λαϊκής ετυμηγορίας, όταν δεν είναι αρεστή, αποτελεί σύμπτωμα της κρίσης όλου του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και συγκεκριμένα της Ε.Ε . Η συνθήκη αυτή θα έπρεπε να προβληματίζει έντονα όσους υποστηρίζουν την πολιτική πίεση με στόχο μεταρρύθμιση της Ε.Ε. και στη βάση αυτή, υπερασπίστηκαν την κατεύθυνση του Bremain, ως κομμάτι της πάλης για μία άλλη, προοδευτική Ε.Ε.
Η στοιχειώδης εξέταση της αντιμετώπισης των δημοψηφισμάτων δείχνει ότι ένα από τα ισχυρότερα όπλα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, το πιο συνδεδεμένο με την κινητοποίηση του λαού, δεν έχει καταφέρει να αλλάξει στο ελάχιστον την ουσία της ευρωπαϊκής πολιτικής. Είναι προφανές ότι το ίδιο θα ισχύσει στην περίπτωση του Brexit και των διαπραγματεύσεων που θα ανοίξουν για την ακριβή σχέση της Ε.Ε. με τη Μεγάλη Βρετανία. Αν μη τι άλλο το Brexit και οι δυσκολίες που θα συναντήσει , ότι άποψη και αν έχει κανείς για τη σημασία και τις αντιφάσεις του, ανοίγει το δρόμο για μία ουσιαστική συζήτηση για τις συνολικές πολιτικές επιλογές ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την πολιτική της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου