Σελίδες

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

To υπόβαθρο πίσω από το φαινόμενο Σάντερς

To υπόβαθρο πίσω από το φαινόμενο Σάντερς

Το βάθεμα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης στις ΗΠΑ στρέφει σε αναζήτηση λύσης στα αριστερά του αμερικανικού δικομματισμού
Του Μωυσή Λίτση
Είναι ίσως από τις λίγες φορές που η προεκλογική περίοδος στις ΗΠΑ, έχει αποκτήσει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον εξαιτίας των εκλογικών επιτυχιών των δύο μέχρι χθες αουτσάιντερ: Του πολυεκατομμυριούχου της αγοράς ακινήτων Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος διεκδικεί  το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και του «σοσιαλιστή» Μπέρνι Σάντερς που ξεκινώντας από πολύ χαμηλά ποσοστά και χωρίς την άπλετη χρηματοδότηση της αντιπάλου του, πρώην υπουργού Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον, έχει καταγάγει σημαντικές νίκες στις προκριματικές εκλογές για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος και έχει δημιουργήσει ένα πρωτοφανές για τα τελευταία χρόνια κίνημα στις ΗΠΑ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει προκαλέσει συναγερμό στον παραδοσιακό πυρήνα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, λόγω των εμπρηστικών του δηλώσεων περί απαγόρευσης εισόδου των μουσουλμάνων στις ΗΠΑ, χτισίματος τείχους που θα εμποδίζει την έλευση παράτυπων μεταναστών από το Μεξικό και τιμωρίας των γυναικών που καταφεύγουν σε αμβλώσεις. Δηλώσεις που απειλούν να προκαλέσουν μεγαλύτερη πολιτική και κοινωνική πόλωση, αν τελικά ο εκκεντρικός υποψήφιος καταφέρει να περάσει το κατώφλι του Λευκού Οίκου.
Οι θέσεις του Τραμπ έχουν θορυβήσει τόσο πολύ το κομματικό κατεστημένο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, που οι δύο άλλοι αντίπαλοί του, Κρουζ και Κέϊσικ συνασπίστηκαν πρόσφατα προκειμένου να  του φράξουν τον δρόμο.
Η πορεία του Μπέρνι Σάντερς παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον, γιατί ο γερουσιαστής από το Βερμόντ, επιμένει να αυτοπροσδιορίζεται «σοσιαλιστής» στην πιο  καπιταλιστική χώρα του κόσμου, εκπλήσσει για τις επιτυχίες του, έχοντας συσπειρώσει μεγάλο κομμάτι στις ηλικίες κάτω των 45 ετών, καταφερόμενος κατά της Γουόλ Στριτ και μιλώντας για δημόσια παιδεία και υγεία.
Το γεγονός ότι ένας αυτοπροσδιοριζόμενος ως «σοσιαλιστής» έχει καταφέρει να έχει τέτοια απήχηση στις προκριματικές εκλογές για το Δημοκρατικό Κόμμα είναι ιδιαίτερα σημαντικό αν αναλογιστούμε ότι στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια, η συντηρητική δεξιά χτυπούσε τον Μπαράκ Ομπάμα ακόμη και την Χίλαρι Κλίντον, ως «σοσιαλίζοντες». Μη ξεχνάμε ότι για τον μέσο Αμερικανό πολίτη, που έχει γαλουχηθεί για χρόνια με τον μπαμπούλα του «αντικομμουνισμού» και της απειλής προς τον… αμερικάνικο τρόπο ζωής, κάθε αναφορά σε «σοσιαλιστικές ιδέες και αρχές» θεωρούνταν ανάθεμα.
Οι επιτυχίες του Σάντερς
Η επιτυχία του Σάντερς είναι αποτέλεσμα της βαθιάς κρίσης που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ μετά το 2008, αλλά και των δεκάδων πρωτοφανών για τα τελευταία χρόνια κοινωνικών αντιδράσεων που η κρίση έχει προκαλέσει. Παρά το φαινομενικό ξεπέρασμα, η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 εξακολουθεί να έχει αφήσει σημαντικό αποτύπωμα όσον αφορά τις επιπτώσεις στην αμερικανική κοινωνία, ενώ τα τελευταία χρόνια ουκ ολίγες φορές ο αμερικανικός λαός και οι εργαζόμενοι βγήκαν στους δρόμους(κατάληψη Ουισκόνσιν, Occupy Wall Street, Black Life Matters, αγώνες για καθιέρωση κατώτατου μισθού 15 δολαρίων την ώρα στις αλυσίδες φαστ-φουντ), δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για τη σημερινή πολιτική και κοινωνική αφύπνιση, όπως αυτή εκφράζεται από την υποψηφιότητα  Σάντερς και την απήχηση που αυτή βρίσκει σε εκατομμύρια Αμερικανούς, που αναζητούν διεξόδους πέρα από τα όρια του παραδοσιακού δικομματισμού.
Συνήθως η οικονομική και κοινωνική πολιτική του Μπαράκ Ομπάμα αντιμετωπίζεται ως πετυχημένη, σε σύγκριση μάλιστα μα την επί έξι χρόνια βυθιζόμενη στη αέναη κρίση ευρωζώνη. Ο Αμερικανός πρόεδρος και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ(Fed) ακολούθησαν μία πιο «γενναιόδωρη» οικονομική πολιτική, την ώρα που η γερμανοκρατούμενη Ευρώπη επιμένει στην σκληρή λιτότητα και νομισματική ορθοδοξία.
Στις απαρχές της κρίσης στην Ευρώπη, το παράδειγμα του Ομπάμα εμφανίστηκε πολλές φορές από τα ΜΜΕ-ιδιαίτερα τα ελληνικά- ως επιτυχής αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης σε αντιδιαστολή με την επιμονή του Βερολίνου στην δημοσιονομική πειθαρχία.
Δολάρια για ποιούς;
Εκ πρώτης όψεως η πολιτική Ομπάμα μοιάζει να κατάφερε να βγάλει την Αμερική από τη στενωπό της κρίσης και την ύφεση του 2008.  Η αμερικανική οικονομία  αναπτύσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς,-2,4% το 2015 αν και ο περιορισμός της ανάπτυξης σε μόλις 0,7% το τελευταίο τρίμηνο πέρυσι θεωρήθηκε ανησυχητική ένδειξη για την πορεία της οικονομίας φέτος-η ανεργία έχει μειωθεί στο 5% από 10,3% που ήταν όταν ανέλαβε την πρώτη φορά πρόεδρος ο Ομπάμα το 2009 και η Fed  έχει «μοιράσει» από τότε περισσότερα από 4 τρισ. δολάρια σε «φρέσκο χρήμα», μέσω του προγράμματος της ποσοτικής χαλάρωσης, την ώρα που η ΕΚΤ μόλις σχετικά πρόσφατα αποφάσισε να ανοίξει τους κρουνούς της χρηματοδότησης, προχωρώντας σε αντίστοιχο πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό τη διαθέσιμη ρευστότητα.
Ο πακτωλός δολαρίων από την Fed δεν προορίζονταν ωστόσο για την αμερικανική κοινωνία και τις ανάγκες της. Προορίζονταν για να τονώσουν τη Γουόλ Στριτ και να δημιουργήσουν νέες χρηματοπιστωτικές φούσκες, οι οποίες έχουν αρχίσει μάλιστα να εξαερώνονται τελευταίως(βλέπε Κίνα).
Πίσω άλλωστε από τις θεωρούμενες επιτυχίες της περιόδου Ομπάμα, όπως η μεγάλη μείωση της ανεργίας, κρύβονται ορισμένες λεπτομέρειες, όπως το ότι οι αποδοχές και τα εισοδήματα των Αμερικανών μειώνονται, οι νέες θέσεις εργασίας είναι σε μεγάλο βαθμό θέσεις προσωρινής απασχόλησης, ενώ τα επίπεδα φτώχειας εξακολουθούν να αυξάνονται. «Το μεγαλύτερο ελάττωμα στην οικονομία του Ομπάμα είναι οι μισθοί», έγραφε το ίδιο το CNN  σε πρόσφατη ανάλυση για τις αμερικανικές εκλογές. «Ο κόσμος βγάζει λιγότερα λεφτά σήμερα από ότι όταν ο πρόεδρος ανέλαβε καθήκοντα(μετά την προσαρμογή στον πληθωρισμό)», πρόσθετε.
«Τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης δεν αυξάνονται επίσης. Το μέσο εισόδημα στην πραγματικότητα έχει μειωθεί τόσο επί προεδρίας Ομπάμα όσο και επί προεδρίας Μπους. Είναι μία ανησυχητική τάση που σημαίνει ότι η μεσαία τάξη βγάζει τα ίδια σήμερα με αυτά που έβγαζε στα μέσα του ‘90».
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του πανεπιστημίου του Πρίνστον και του Ιδρύματος RAND, όλες οι θέσεις πλήρους απασχόλησης που καταγράφηκαν στις ΗΠΑ μεταξύ 2005 και 2015 αφορούν τις λεγόμενες «εναλλακτικές μορφές απασχόλησης(alternative work arrangements)», δηλαδή ανθρώπους που εργάζονται ως ανεξάρτητοι υπεργολάβοι, προσωρινά απασχολούμενους μέσω εταιριών με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Το 2015 υπήρξαν μάλιστα 400.000 λιγότερες συμβατικές θέσεις πλήρους απασχόλησης.
Οι συνθήκες εργασίας είναι δε κατά πολύ χειρότερες. Το ποσοστό των εργαζομένων που αναγκάζεται να κάνει πολλές δουλειές υπερτετραπλασιάστηκε τα τελευταία δέκα χρόνια, από 7,3% το 2005 σε 32% το 2015. Το ένα τρίτο σχεδόν των εργαζομένων εργάζεται χωρίς επιδόματα ή ασφάλιση σε επιπλέον μερικής ή πλήρους απασχόλησης θέσεις εργασίας προκειμένου να τα βγάλει πέρα.
Οι θέσεις προσωρινής απασχόλησης αυξήθηκαν επί προεδρίας Ομπάμα κατά 52,5%, φθάνοντας σχεδόν τα τρία εκατομμύρια από 1,96 εκατομμύρια που ήταν στις αρχές του 2009.
Μία ακόμη μελέτη της φιλανθρωπικής οργάνωσης Pew Charitable Trusts, επισημαίνει ότι το κόστος κατοικίας για το χαμηλότερο ένα τρίτο των αμερικανικών εισοδημάτων αυξήθηκε κατά 33% μεταξύ 2013 και 2014, καταγράφοντας την μεγαλύτερη ετήσια αύξηση στις δαπάνες των νοικοκυριών τα τελευταία 19 χρόνια που η οργάνωση Pew μελετά τα σχετικά δεδομένα.
Οι δαπάνες για μεταφορά και σίτιση αυξήθηκαν και αυτές το 2014, χρονιά κατά την οποία το μέσο εισόδημα μειώθηκε κατά 13% από τα επίπεδα του 2004, με τα έξοδα να έχουν αυξηθεί κατά 14%.
Η απασχόληση στον δημόσιο τομέα έχει επίσης μειωθεί, επηρεάζοντας την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών που αφορούν κυρίως τα πιο φτωχά στρώματα Αμερικανών, αφού στις ΗΠΑ,  η υποβαθμισμένη δημόσια υγεία και παιδεία αφορά τα πιο φτωχά στρώματα.
Οι τοπικές αρχές  έχουν περικόψει 446.000 θέσεις εργασίας, σχεδόν το 3% του συνολικού τους εργατικού δυναμικού και οι κυβερνήσεις των πολιτειών έχουν περικόψει 121.000 θέσεις εργασίας.
Όπως έγραψε πρόσφατα στην εφημερίδα «Financial Times» ο Ρότζερ Άλτμαν, μεγαλοπαράγοντας της Γουόλ Στριτ και πρώην υφυπουργός Οικονομικών επί κυβέρνησης Κλίντον, ο θυμός των Αμερικανών ψηφοφόρων,  όπως αυτός εκφράζεται με την ενίσχυση των Τραμπ και Σάντερς, οφείλεται σε οικονομικά αίτια. «Όλο και περισσότεροι Αμερικανοί, επισημαίνει ο Άλτμαν,  αντιμετωπίζουν πρόβλημα να βγάλουν το μήνα. Πολλές από τις θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν από την εποχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης είναι χαμηλά αμειβόμενες. Και οι ψηφοφόροι δεν περιμένουν τα εισοδήματά τους να βελτιωθούν στο μέλλον. Για μία χώρα όπου έχει συνηθίσει να πιστεύει ότι κάθε γενιά θα ζήσει καλύτερα από την προηγούμενη, κάτι τέτοιο είναι ένα πικρό χάπι».
Η αυξανόμενη άλλωστε κοινωνική ανισότητα είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της αμερικανικής και όχι μόνο κοινωνίας. Σήμερα, όπως επισημαίνει ο Άλτμαν στο προαναφερθέν του άρθρο, το πραγματικό μέσο εισόδημα των αμερικανικών νοικοκυριών ανέρχεται σε 53.600 δολάρια, μικρότερο σχεδόν κατά 7,5% από το υψηλότερο επίπεδο στο οποίο βρισκόταν είκοσι χρόνια πριν.
«Επιπλέον, αν και έχουν δημιουργηθεί 14 εκατ. νέες θέσεις εργασίας από την εποχή της κρίσης, σχεδόν οι μισές από αυτές αφορούν χαμηλόμισθες θέσεις, με βάση τον ορισμό του υπουργείου Εργασίας. Από τις νέες θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν από τώρα μέχρι το 2015, σύμφωνα με το υπουργείο, πάνω από το 90% θα πληρωθεί με 36.000 δολάρια ή και λιγότερο το χρόνο. Το 2013, το 22% των παιδιών σε κάποια στιγμή του έτους, δεν είχε αρκετά για να φάει», γράφει ένας καθόλα άνθρωπος του αμερικανικού κατεστημένου.
Πείνα και φτώχεια
Η πείνα και η φτώχεια δεν εξέλιπαν στις ΗΠΑ, ούτε την εποχή των επιδόσεων «ντριμ τιμ» της οικονομίας την δεκαετία του ’90. Ωστόσο λόγω της κρίσης τα ποσοστά των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας ή επισιτιστικής ανασφάλειας έχει αυξηθεί.
Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, το 2014, το 14% των νοικοκυριών(17,5 εκατ., σχεδόν ένα στα επτά), θεωρούνταν επισιτιστικά ανασφαλείς.
Το 2014 υπήρχαν επίσης 46,7 εκατομμύρια άνθρωποι οι οποίοι ζούσαν σε κατάσταση φτώχειας, σε σχέση με 37,3 εκατ. το 2007. Πρόκειται σχεδόν για τον υψηλότερο αριθμό στα 52 χρόνια που δημοσιοποιούνται στατιστικά στοιχεία για την κατάσταση όσον αφορά την φτώχεια.
Το 2014 το ποσοστό φτώχειας ανέρχονταν σε 14,8%, ελαφρώς λιγότερο από το 15,1% του 2010, αλλά υψηλότερο σε σχέση με το 12,5% του 1997. Το ποσοστό φτώχειας ανάμεσα στο μαύρο πληθυσμό ήταν 26,2% και στους ισπανόφωνους 23,6%, στους ασιάτες 12% και στους μη ισπανόφωνους λευκούς 10,1%.
Στα παιδιά ηλικίας κάτω των 18 ανέρχονταν σε 21,1%, με τον απόλυτο αριθμό των παιδιών που ζουν στη φτώχεια να ανέρχεται στα 15,5 εκατομμύρια. Τα παιδιά αντιπροσωπεύουν το 23,3% του συνολικού πληθυσμού και το 33,3% των ανθρώπων που ζουν σε φτώχεια.
Τα 19,9 εκατ. των Αμερικανών ζουν σε ακραία φτώχεια. Αυτό σημαίνει ότι το εισόδημα της οικογένειας είναι μικρότερο από το όριο φτώχειας, το οποίο ορίζεται σε 10.000 δολάρια το χρόνο για μία τετραμελή οικογένεια. Αντιπροσωπεύουν το 6,6% του πληθυσμού και το 44,6% αυτών που ζουν σε συνθήκες φτώχειας.
Περί τους 45,5 εκατ. Αμερικανούς, ένας στους επτά, ζει με κουπόνια σίτισης(food stamps), θεσμό μάλιστα που καθιερώθηκε την δεκαετία του ’30 στα πλαίσια του «νιού ντιλ»,  την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης. Κα ι αυτό όταν η ανεργία έχει μειωθεί στο 5%. Τον Απρίλιο του 2008, λίγους μήνες πριν καταρρεύσει η Lehman Brothers, ο αριθμός των Αμερικανών που δικαιούνταν κουπόνια σίτισης ανέρχονταν σε 28 εκατομμύρια.
Μερικά ακόμη οικονομικά μεγέθη εξηγούν το γιατί η αμερικανική κοινωνία αναζητά λύσεις προς τα αριστερά. Από τότε που ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση τον Σεπτέμβριο του 2008, περί τα 5,5 εκατ. σπίτια έχουν κατασχεθεί, πάνω από 500.000 είναι άστεγοι, το 25% παιδιά. Μη ξεχνάμε ακόμη ότι  33 εκατ. Αμερικανοί, το 10,4% του πληθυσμού,  δεν έχουν υγειονομική κάλυψη.
Το δημόσιο χρέος έχει ξεπεράσει τα 19 τρισ. δολάρια(106% του ΑΕΠ) και χρειάστηκε αρκετές φορές επί θητείας Ομπάμα να δοθεί μάχη στο κογκρέσο για να αυξηθεί το ανώτατο όριο χρέους, προκειμένου η αμερικανική κυβέρνηση να μπορέσει να πληρώσει τους υπαλλήλους της.
Πολύ πιο ανησυχητική θεωρείται η αύξηση του ιδιωτικού χρέους, του χρέους δηλαδή που χρωστούν τα αμερικανικά νοικοκυριά στις τράπεζες. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Fed το χρέος των αμερικανικών νοικοκυριών(στεγαστικά δάνεια, δάνεια αυτοκινήτου, σπουδαστικά δάνεια) το 2015 βρισκόταν στο υψηλότερο επίπεδο από το 2010 και ανέρχονταν σε 12,07 τρισ. δολάρια
Κινήματα και Αντιδράσεις
Από το 2011 έχουν υπάρξει μεγάλες διαδηλώσεις και κινήματα στις ΗΠΑ, τα οποία έτυχαν μάλιστα ευρείας δημοσιότητας διεθνούς. Ας θυμηθούμε μερικά:
Οι μεγάλες διαδηλώσεις στην πολιτεία του Ουισκόνσιν κατά των περικοπών που πρότεινε στον προϋπολογισμό τον Φεβρουάριο του 2011, ο Ρεπουμπλικάνος κυβερνήτης της πολιτείας Σκοτ Γουόλκερ.
Οι διαδηλώσεις κατά των προτεινόμενων περικοπών στην υγεία, την εκπαίδευση και άλλους τομείς, καθώς και οι προτάσεις για κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, έφθασαν στο ζενίθ τους να συγκεντρώσουν έως και 100.000 διαδηλωτές.
Το κυβερνείο της πολιτείας όπου συζητιόταν ο τοπικός προϋπολογισμός τελούσε υπό κατάληψη για μέρες, ενώ οι διαδηλώσεις επεκτάθηκαν και στα δύο μεγάλα πανεπιστήμια της πολιτείας.
Το κίνημα Occupy Wall Street, το οποίο ξεκίνησε στις 17 Σεπτεμβρίου του 2011, με την κατάληψη του πάρκου Ζουκότι στο χρηματοοικονομικό κέντρο της Νέας Υόρκης και την περιβόητη Γουόλ Στριτ. Το κίνημα το οποίο αντλούσε έμπνευση από το κίνημα των αγανακτισμένων στην Ισπανία, είχε ως βασικό σύνθημα «Είμαστε το 99%».
Στη διάρκεια των διαδηλώσεων έγιναν πολλές φορές επεισόδια και οι διαδηλωτές αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το πάρκο Ζουκότι τον Νοέμβριο μετά από επέμβαση της αστυνομίας. Το 2012 αποκαλύφθηκε ότι το FBI  παρακολουθούσε τους διαδηλωτές μέσω της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας!
Το πιο σημαντικό ίσως κίνημα των τελευταίων ετών είναι οι αγώνες των εργαζομένων στα φαστ φουντ για καθιέρωση του κατώτατου μισθού 15 δολάρια την ώρα και που δείχνουν την αφύπνιση μιας νέας γενιάς της αμερικανικής εργατικής τάξης.
Στις 19 Νοεμβρίου του 2012 περισσότεροι από εκατό εργάτες σε γνωστές αμερικανικές αλυσίδες φαστ φουντ στη Νέα Υόρκη( McDonald's, Burger King, Wendy's, Domino's, Papa John's, Kentucky Fried Chicken, Pizza Hut) πραγματοποίησαν απεργία ζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας και δικαίωμα να ιδρύσουν σωματείο. Το κίνημα πήρε πανεθνικές διαστάσεις με κεντρικό αίτημα την καθιέρωση κατώτατου μισθού τα 15 δολάρια την ώρα, θέμα που αποτελεί και ένα από τα βασικά ζητήματα αντιπαράθεσης στις προκριματικές εκλογές. Από το 2012 και μετά έχουν γίνει πολλές μεγάλες απεργίες και κινητοποιήσεις με βασικό αίτημα τα 15 δολάρια-σε μία μάλιστα μεγάλη διαδήλωση στην Ουάσιγκτον τον Νοέμβριο του 2015 είχε πάρει μέρος και ο ίδιος ο Μπέρνι Σάντερς-αναγκάζοντας τις αρχές ορισμένων πόλεων(Νέα Υόρκη, Σιάτλ, Σαν Φρανσίσκο, Λος Άτζελες) να αρχίσουν να θεσμοθετούν τη σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού.
Το κίνημα Black Life Matters (H Ζωή των Μαύρων Έχει Αξία). Πρόκειται για τις μεγάλες κινητοποιήσεις των Αφροαμερικανών που ξεκίνησαν το 2013, με αφορμή τη δολοφονία ενός 17χρονου Αφροαμερικανού του Τρέιβον Μάρτιν από αστυνομικούς σε συνοικία της Φλόριντα.
Τα περιστατικά δολοφονίας νεαρών Αφροαμερικανών με την υποψία και μόνο της μικρό-παραβατικότητας, έφερε στην επιφάνεια ξανά τις βαθιές φυλετικές και ρατσιστικές προκαταλήψεις στις ΗΠΑ-και ας υπάρχει πλέον μαύρος πρόεδρος-προκαλώντας την έντονη αντίδραση της Αφροαμερικανικής Κοινότητας με μαζικές και βίαιες διαδηλώσεις, στο Φέργκουσον του Μισούρι αλλά και την πόλη της Νέας Υόρκης.
Όλα αυτά εξηγούν το γιατί οι επικείμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, γέννησαν ένα πολύ σημαντικό ρεύμα αμφισβήτησης προς το κατεστημένο και δημιουργούν βάσιμες ελπίδες για μία αμερικανική άνοιξη.
Οι ΗΠΑ άλλωστε ως ηγέτιδα δύναμη του καπιταλισμού έχει μεγάλη ιστορία εργατικών διεκδικήσεων (IWW, Teamsters) αλλά και κινημάτων αμφισβήτησης( αγώνας για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων, δεκαετίες ’50 και ’60,μαζικές διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ).

Πηγές:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου